- существительные: ἔμπορος
- прилагательные: ἄπορος, πανάπορος, τετράπορος, πεντάπορος, ἑπτάπορος, Ἑπτάπορος, Ἐλέπορος, τηλέπορος, Ἐλλέπορος, γλαυκήπορος, γλαυκηπόρος, ποταμηπόρος, πανήπορος, δίπορος, ἁλίπορος, ἁλιπόρος, εἰλίπορος, ὁδοίπορος, ὁδοιπόρος, ἐνοδοιπόρος, συνοδοιπόρος, προοδοιπόρος, παροδοιπόρος, ἀερσίπορος, ἀερσιπόρος, ναυσίπορος, ναυσιπόρος, ἀμευσίπορος, νυκτιπόρος, Νυκτιπόρος, ἀντίπορος, ἀγχίπορος, ὀψίπορος, ὑψίπορος, ἔμπορος, λογέμπορος, κερδέμπορος, ἀρχικερδέμπορος, πεζέμπορος, λιθέμπορος, Διέμπορος, χοιριδιέμπορος, ἐριέμπορος, μεγαλέμπορος, ἐλέμπορος, καμηλέμπορος, φιλέμπορος, ὁμέμπορος, λινέμπορος, παλινέμπορος, οἰνέμπορος, ξυνέμπορος, συνέμπορος, χοιρέμπορος, μικρέμπορος, θρισσέμπορος, δυσέμπορος, σωματέμπορος, ταπητέμπορος, χριστέμπορος, ταριχέμπορος, ἀρχέμπορος, ψυχέμπορος, παλίμπορος, σύμπορος, λαοπόρος, παιδοπόρος, πεζοπόρος, ὀρθόπορος, ὀρθοπόρος, ὀπισθοπόρος, κελευθοπόρος, ἀραιόπορος, ἀραιοπόρος, Ἰλιοπόρος, σκολιόπορος, σκολιοπόρος, κυκλοπόρος, στενόπορος, στεινόπορος, λινοπόρος, οἰνοπόρος, πυκνόπορος, κραιπνοπόρος, ἑλιξόπορος, ἑλιξοπόρος, λοξόπορος, ὑγρόπορος, ὑγροπόρος, ἁδροπόρος, ὑδρόπορος, ὑδροπόρος, ἀεροπόρος, ἀκρόπορος, ἀκροπόρος, μακρόπορος, ἀχυροπόρος, μετεωροπόρος, μεσόπορος, μεσοπόρος, πυρσοπόρος, θαλασσοπόρος, χρυσόπορος, νυκτοπόρος, παντοπόρος, ποντοπόρος, αὐτόπορος, πρωτοπόρος, ναύπορος, ναυπόρος, βραδύπορος, βραδυπόρος, εὔπορος, πολυεύπορος, βαθύπορος, ἰθύπορος, ἰθυπόρος, εὐθύπορος, ἰχθυπόρος, ὠκύπορος, πολύπορος, ὀξύπορος, ὀξυπόρος, βουπόρος, εὐρύπορος, βραχύπορος, ταχύπορος, ταχυπόρος
|